- αποφορησις
- ἀποφόρησιςἀπο-φόρησις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποφορήσεσιν — ἀποφόρησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορήσεων — ἀποφορήσεω̆ν , ἀποφόρησις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)